Saturday, April 28, 2007

Mind the gap

Gap[1]: n 1. break or opening in a wall, hedge, etc: The sheep got out of the field through a gap in the hedge. We must see that there is a gap in our defenses.

Η όψη έχει απομείνει ως ίχνος του παρελθόντος, ως κομμάτι μιας προηγούμενης ολότητας διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη της στην πόλη. Είναι η ύλη που νοητά προσδιορίζει τη μη ύλη δίπλα της.

2. unfilled space; interval; wide separation (of ideas etc): a gap in a conversation, interval of silence; fill in the gap’s in one’s education, study what one failed to learn while at school, etc; a wide gap between the views of the two statesmen.

Πρόκειται για ένα ‘στιγμιότυπο’ που παρεμβάλλεται μεταξύ μιας παρελθοντικής και μιας μελλοντικής κατάστασης. Βρισκόμαστε μετά την αποσύνθεση και μπροστά από ένα αβέβαιο μέλλον. Η όψη μένει μετέωρη προκαλώντας αμηχανία, ενδεχομένως και φόβο. Το παρόν γίνεται ένα διάστημα σιωπής, μια παύση στο χρόνο, ένα αποδεικτικό στοιχείο σε περίπτωση αλλοίωσης της κε(αι)νοφανούς όψης.

3. gorge or pass between mountains

Είναι το παρελθόν της πόλης πάντα αναγνώσιμο;




[1] Λήμμα από το λεξικό Oxford Advanced Learner’s Dictionary of Current English, AS Horby, Oxford University Press, 1974.